νοσολύτης

νοσολύτης
νοσο-λύτης, v. νουσο-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νοσολύτης — νοσολύτης, ὁ (Α) βλ. νουσολύτης …   Dictionary of Greek

  • νουσολύτης — και νοσολύτης, ὁ (Α) αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης, ωδινο λύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”